περιεπλήσθη

περιεπλήσθη
περϊεπλήσθη , περιπίμπλαμαι
to be filled full of.
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιπίμπλαμαι — Α πληρούμαι από όλες τις πλευρές, τελείως («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ χρῶμα λευκότητος περιεπλήσθη», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πίμπλαμαι «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”